συμπλέκονται

συμπλέκονται
συμπλέκω
twine
pres ind mp 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Πίνδαρος — I Αρχαίος Έλληνας ποιητής (Κυνός Κεφαλαί, Βοιωτία 518 Άργος 440 π.Χ.), ο κορυφαίος των αρχαίων λυρικών. Ξένος πνευματικά στη μεταβολή που ακολούθησε μετά τους περσικούς πολέμους και οδήγησε στον θρίαμβο της δημοκρατίας, παράμεινε επίμονα… …   Dictionary of Greek

  • αναγέννηση — I Χρονική περίοδος της ευρωπαϊκής ιστορίας, που ακολουθεί τον Μεσαίωνα.Με τον όρο Α. (ιταλ. Rinascimento, Rinascita Rinascenza,γαλλ. Renaisance), σε αντιδιαστολή προς τον Μεσαίωνα που θεωρείται περίοδος βαρβαρότητας, χαρακτηρίζεται ένα… …   Dictionary of Greek

  • κλασικισμός — Αισθητική θεωρία η οποία υποστηρίζει ότι το αντικείμενο της τέχνης είναι μια παγκόσμια, αιώνια και αναλλοίωτη ιδέα του ωραίου. Το ωραίο, κατά την άποψη των υποστηρικτών της θεωρίας αυτής, προϋποθέτει την ύπαρξη ρυθμού, μέτρου και ήρεμης… …   Dictionary of Greek

  • μετρικός — ή, ό (Α μετρικός, ή, όν) [μέτρον] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στο μέτρο ή αυτός που χρησιμεύει στη μέτρηση («μετρικοὶ ῥυθμοί», Αριστοτ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ο μετρικός αυτός που ασχολείται ειδικά ή αυτός που είναι έμπειρος στη… …   Dictionary of Greek

  • ξεμίστεμα — το [ξεμιστεύ(γ)ω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξεμιστεύ(γ)ω, διαχωρισμός ατόμων που συμπλέκονται …   Dictionary of Greek

  • ξεμιστεύ(γ)ω — 1. διαχωρίζω άτομα που συμπλέκονται 2. σώζω, ελευθερώνω …   Dictionary of Greek

  • οκτάβα — και οχτάβα, η (Μ ὀκτάβα, γεν. ης) νεοελλ. 1. μουσ. διάστημα τού οποίου ο υψηλότερος φθόγγος έχει συχνότητα διπλάσια από τη συχνότητα τού χαμηλότερου, γεγονός χάρη στο οποίο ο πρώτος γίνεται αντιληπτός ως ταυτόσημος με τον δεύτερο αλλά υψηλότερου… …   Dictionary of Greek

  • ολάκανθα — τα ζωολ. τάξη ακτινόποδων πρωτοζώων, χωρίς κεντρική κάψα, με έξι διαμετρικές άκανθες τού σκελετού που διασταυρώνονται και συμπλέκονται σε κεντρικό σώμα …   Dictionary of Greek

  • σάτιρα — Λογοτεχνικό είδος που έχει σκοπό να υπογραμμίσει και να καυτηριάσει, με στοιχεία κυρίως κωμικά και παραμορφωτικά αλλά συχνά και τραγικά τα ανθρώπινα ελαττώματα και ατέλειες και επομένως να διορθώσει τα ήθη. Είναι δύσκολο να αναπλάσουμε την… …   Dictionary of Greek

  • σκοτώνω — Ν 1. θανατώνω, φονεύω (α. «σκότωσε τη γυναίκα του» β. «καὶ σκοτωμένους δυο απ αυτούς, πολλ άσκημα ευρήκα», Ερωτόκρ.) 2. μτφ. α) προκαλώ βαθιά θλίψη και πόνο, ταλαιπωρώ, σωματικά ή ψυχικά, καταβασανίζω (α. «με αυτό που μού είπες μέ σκότωσες» β.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”